δωδεκατημόριο

δωδεκατημόριο
το
1. το καθένα από τα δώδεκα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα σύνολο.
2. το σύνολο των εσόδων και εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: Ψηφίστηκε το δωδεκατημόριο του Απριλίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δωδεκατημόριο — το (AM δωδεκατημόριον) το ένα δωδέκατο συνόλου νεοελλ. το ένα δωδέκατο τών ετήσιων πιστώσεων τού προϋπολογισμού τού κράτους αρχ. 1. καθένα σημείο τού ζωδιακού κύκλου 2. αυτός που αποτελείται από δώδεκα μέρη …   Dictionary of Greek

  • ουγγιά — και ουγκιά, η (AM οὐγγία και οὐγκία, Α και ὀγκία) νεοελλ. μονάδα βάρους σε διάφορες χώρες, που σήμερα ισούται με 28,34 γραμμάρια μσν. αρχ. το δωδεκατημόριο τού ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncia (< unus «ένας»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”