- δωδεκατημόριο
- το1. το καθένα από τα δώδεκα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα σύνολο.2. το σύνολο των εσόδων και εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: Ψηφίστηκε το δωδεκατημόριο του Απριλίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.